- γουρλομάτης
- α, ικο пучеглазый, с вытаращенными глазами
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
γουρλομάτης — α, ικο αυτός τού οποίου τα μάτια εξέχουν από τις κόγχες … Dictionary of Greek
γουρλομάτης, -α, -ικο — αυτός που τα μάτια του προεξέχουν, που έχει γουρλωμένα μάτια … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
χλωρόφθαλμος — ο, Ν ζωολ. γένος ακτινοπτερύγιων τελεόστεων ιχθύων που ανήκει στην οικογένεια χλωροφθαλμίδες και το οποίο, μαζί με άλλα συγγενικά του, είναι γνωστό με την κοινή ονομασία γουρλομάτης. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. νεολατ. chlorophthalmus <… … Dictionary of Greek
εξόφθαλμος — η, ο επίρρ. α 1. που τα μάτια του εξέχουν από τις κοιλότητές τους, που πάσχει από εξοφθαλμία (βλ. λ.), ο γουρλομάτης. 2. (ιατρ.), που έχει ως σύμπτωμα την εξοφθαλμία (βλ. λ.): Εξόφθαλμη βρογχοκήλη. 3. μτφ., ολοφάνερος, καταφανής: Εξόφθαλμη… … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)